- καλοπέδιλα
- κᾱλοπέδῑλα, τά, ([etym.] κᾶλον)A wooden shoes, prob. a hobble tied to a cow's legs to keep her still while milking, Theoc.25.103.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καλοπέδιλα — καλοπέδιλα, τὰ (Α) ξύλινα πέδιλα, πιθ. κομμάτια ξύλα που έδεναν στα πόδια τής αγελάδας κατά την ώρα τού αρμέγματος, για να μένει ακίνητη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κᾶλον, τὸ «ξύλο» + πέδιλα, πληθ. τού πέδιλον, τὸ] … Dictionary of Greek
καλοπέδιλ' — κᾱλοπέδῑλα , καλοπέδιλα wooden shoes neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)